- ἐξαρθρημάτων
- ἐξάρθρημαdislocationneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας … Dictionary of Greek
σχίδιον — τὸ, Α [σχίδα] 1. υποκορ. μικρή σχίζα 2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων τού μηρού ή τής κνήμης 3. δόρυ 4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια «ὠμόλινα» … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek